Ραφαήλ

Ραφαήλ
Ραφαήλ ο
Рафаил –
1) один из семи архангелов, сопровождавший под именем Азарии Товию (В.З.). Память Рафаила вместе с прочими архангелами и бесплотными силами празднуется 8/21 ноября;
2) святой новомученик Рафаил. Его память в Элладской Церкви вместе со святыми Николаем и Ириной празднуется во Вторник Светлой Седмицы
Этим.
< евр. Rafa’el «Бог излечил»

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "Ραφαήλ" в других словарях:

  • Αγίου Ραφαήλ, μονή — Γυναικείο μοναστήρι της Λέσβου, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Μυτιλήνης. Η ίδρυση του μοναστηριού ανάγεται στο 1235. Καταστράφηκε από επιδρομή πειρατών και μετά από 150 χρόνια ξαναχτίστηκε για να καταστραφεί και πάλι το 1463, οπότε… …   Dictionary of Greek

  • Βερνάτσας, Ραφαήλ — (; – 1780). Λόγιος και κληρικός από τη Χίο (γνωστός και με το επώνυμο Βερνάσας). Καθολικός στο θρήσκευμα, σπούδασε λογική, φυσική και αρχαία ελληνικά, στο Κολέγιο του Αγίου Αθανασίου της Ρώμης στο οποίο και δίδαξε μετά την αποφοίτησή του.… …   Dictionary of Greek

  • Σαμπατιέ, Ραφαήλ Μπιενβενύ — (Sabatier). Διαπρεπής Γάλλος ανατόμος και χειρούργος (1732 1811). Το 1756 διορίστηκε καθηγητής της ανατομικής στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού και λίγο μετά εκλέχτηκε μέλος της Ακαδημίας των Επιστημών. Στη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης υπηρέτησε …   Dictionary of Greek

  • Τζέκολης, Ραφαήλ — (Ceccoli). Αναφέρεται και ως Τσέκολης. Ιταλός γιατρός, προσωπογράφος και αρχαιόφιλος, που επισκέφτηκε διάφορα νησιά στο Ιόνιο και ιδιαίτερα την Κέρκυρα (1839), όπου και παρέμεινε. Το 1844 έγινε μέλος της Εταιρείας των Ωραίων Τεχνών και εργάστηκε… …   Dictionary of Greek

  • Τσέκολης, Ραφαήλ — (Ceccoli). Ιταλός ζωγράφος, αρχαιολόγος και γιατρός. Δεν υπάρχουν στοιχεία για τα έτη της γέννησης και του θανάτου του. Φιλέλληνας, μετέβη στην Κέρκυρα το 1839, όπου και δίδαξε στο εκεί Σχολείο των Τεχνών. Πρωτοστάτησε στην ίδρυση της Εταιρείας… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… …   Dictionary of Greek

  • Μυτιλήνης, Ερεσσού και Πλωμαρίου, Ιερά Μητρόπολη — Έχει έδρα τη Μυτιλήνη. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 70 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν 83 κληρικοί. Για την πλέον άρτια και εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση έχουν οριστεί αρχιερατικοί επίτροποι στις περιοχές Μυτικήνης, Αγιασού, Γέρας,… …   Dictionary of Greek

  • Τζούλιο Ρομάνο, Τζούλιο Πίπι, ο επονομαζόμενος — (Gulio Pippi, detto Guilio Romano, Ρώμη 1492 – Μάντοβα 1546). Ιταλός αρχιτέκτονας και ζωγράφος. Αγαπημένος μαθητής του Ραφαήλ, απομακρύνθηκε από τη ζωγραφική ισορροπία του δασκάλου του τονίζοντας το φυσικό δεδομένο και εκφράζοντας την προτίμησή… …   Dictionary of Greek

  • Рафаил II — Ραφαήλ Β΄ …   Википедия

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»